τρῖψιν

τρῖψιν
τρῖψις
rubbing
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρίψις — ίψεως, ἡ, Α [τρίβω] 1. η ενέργεια τού τρίβω, τριβή, τρίψιμο («πῡρ..., γεννᾱται ἐκ φορὰς καὶ τρίψεως», Πλάτ.) 2. μάλαξη («τὴν ἄλλην περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ περιττός, ὥστε και τρίψεσι... χρῆσθαι», Πλούτ.) 3. η αντίσταση την οποία παρέχει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”